- αυθωρός
- αὐθωρός, -όν (AM)αυτός που γίνεται την ίδια στιγμή που μιλάμε, ξαφνικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + -ωρος < ώρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυθωρεί — (AM αὐθωρεί και ρί και ρόν) [αυθωρός] την ίδια στιγμή, αμέσως … Dictionary of Greek